- ἐνύδρῳ
- ἔνυδροςwith water in itmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυδρώ — (Α ἐνυδρῶ, όω) νεοελλ. 1. μεταβάλλω κάτι σε ένυδρο 2. μέσ. γίνομαι ένυδρος αρχ. γεμίζω νερό … Dictionary of Greek
τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… … Dictionary of Greek